τελεολογικός

τελεολογικός
και τελολογικός, -ή, -ό, Ν
1. (φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελεολογία
2. φρ. «τελεολογική απόδειξη»
(φιλοσ.-θεολ.) άποψη που θεμελιώνεται στην τελεολογία και σύμφωνα με την οποία, εφόσον στο σύμπαν βασιλεύει τάξη και σκοπιμότητα, πρέπει να υπάρχει και ένα ύψιστο, τελικό αίτιο, ένα υπέρτατο ον που θέτει τάξη και καθορίζει τους σκοπούς, και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά ο θεός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελεολογικός — ή, ό τελολογικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελολογικός — ή, ό, Ν βλ. τελεολογικός …   Dictionary of Greek

  • τελολογικός — τελολογικός, ή, ό και τελεολογικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”